I. faible [fɛbl] ΕΠΊΘ
1. faible:
2. faible (influençable, sans volonté):
3. faible πρόθεμα (restreint):
5. faible (médiocre):
6. faible (sans défense, désarmé):
7. faible ΟΙΚΟΝ:
II. faible [fɛbl] ΟΥΣ αρσ, θηλ
2. faible (personne sans volonté):
-
- Schwächling αρσ
3. faible ΟΙΚΟΝ:
- les économiquement faibles
-
III. faible [fɛbl] ΟΥΣ αρσ sans πλ
IV. faible [fɛbl]
faible ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.