I. chaud [ʃo] ΕΠΊΡΡ
II. chaud [ʃo] ΟΥΣ αρσ
ιδιωτισμοί:
chaud(e) [ʃo, ʃod] ΕΠΊΘ
1. chaud:
3. chaud πρόθεμα (pour exprimer l'intensité):
4. chaud (sujet à des conflits):
6. chaud (récent):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.