I. extrême [ɛkstʀɛm] ΕΠΊΘ
1. extrême (au bout d'un espace, d'une durée):
2. extrême λογοτεχνικό (très intense):
3. extrême a. ΑΘΛ (excessif):
II. extrême [ɛkstʀɛm] ΟΥΣ αρσ
extrême-oriental(e) <extrême-orientaux> [ɛkstʀɛmɔʀjɑ͂tal, o] ΕΠΊΘ
- extrême-oriental(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.