I. extrem [ɛksˈtreːm] ΕΠΊΘ
-  extrem
-  
II. extrem [ɛksˈtreːm] ΕΠΊΡΡ
1. extrem (äußerst):
2. extrem (in hohem Maße):
-  sich extrem konzentrieren
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
