ferne
ferne → fern
I. fern [fɛrn] ΕΠΊΘ
Ferne <-; χωρίς πλ> [ˈfɛrnə] ΟΥΣ θηλ
1. Ferne (Entfernung):
I. fern [fɛrn] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.