I. grâce [gʀɑs] ΟΥΣ θηλ
1. grâce sans πλ:
2. grâce sans πλ (faveur):
4. grâce sans πλ ΘΡΗΣΚ:
5. grâce ΝΟΜ:
- grâce
- Begnadigung θηλ
- la grâce accordée à un prisonnier
-
- grâce présidentielle (en France)
-
- grâce partielle
- Teilbegnadigung θηλ
6. grâce (inspiration):
- grâce
- Begnadetsein ουδ
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.