âme [ɑm] ΟΥΣ θηλ
1. âme:
2. âme (qualité morale):
- âme
- Wesen ουδ
4. âme ΨΥΧ:
- âme (esprit, conscience)
- Seele θηλ
- âme (esprit, conscience)
- Psyche θηλ
5. âme (personne):
6. âme ΤΕΧΝΟΛ:
ιδιωτισμοί:
A.M.E.
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.