Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
souc|ieux (soucieuse) [susjø, øz] ΕΠΊΘ
soucieux personne, air, visage, ton:
- soucieux (soucieuse)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.