soucieux (-euse) [susjø, -jøz] ΕΠΊΘ
1. soucieux (inquiet):
- soucieux (-euse) personne
-
- soucieux (-euse) air, ton
-
- soucieux (-euse) air, ton
-
2. soucieux (préoccupé):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.