Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


salar|ial (salariale) <αρσ πλ salariaux> [salaʀjal, o] ΕΠΊΘ
1. salarial (des salaires):
2. salarial (des salariés):


στο λεξικό PONS




PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.