Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
- the Portuguese + ρήμα πλ
-
-
- portugais αρσ
- Portuguese lesson, class, course
-
- Portuguese custom, landscape, literature
-
- Portuguese ambassador, prime minister
-
στο λεξικό PONS
portugais [pɔʀtygɛ] ΟΥΣ αρσ
français [fʀɑ̃sɛ] ΟΥΣ αρσ
1. français:
portugais(e) [pɔʀtygɛ, ɛz] ΕΠΊΘ
Portugais(e) [pɔʀtygɛ, ɛz] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
portugais [pɔʀtygɛ] ΟΥΣ αρσ
français [fʀɑ͂sɛ] ΟΥΣ αρσ
1. français:
portugais(e) [pɔʀtygɛ, ɛz] ΕΠΊΘ
Portugais(e) [pɔʀtygɛ, ɛz] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- porto
- Porto-Novo
- portoricain
- Porto Rico
- portrait
- portugaises
- Portugal
- POS
- pose
- posé
- Poséidon