Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. passag|er (passagère) [pasaʒe, ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. passager (de courte durée):
II. passag|er (passagère) [pasaʒe, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΜΕΤΑΦΟΡΈς
III. passag|er (passagère) [pasaʒe, ɛʀ]
στο λεξικό PONS
I. passager (-ère) [pɑsaʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
I. passager (-ère) [pɑsaʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.