Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. masculin (masculine) [maskylɛ̃, in] ΕΠΊΘ
1. masculin ΦΥΣΙΟΛ:
2. masculin (pour hommes):
3. masculin (composé d'hommes):
4. masculin (viril):
- masculin (masculine) visage, allure
-
5. masculin ΓΛΩΣΣ:
- masculin (masculine) nom, rime
-
II. masculin ΟΥΣ αρσ
masculin αρσ ΓΛΩΣΣ:
- masculin
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.