Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
labor|ieux (laborieuse) [labɔʀjø, øz] ΕΠΊΘ
1. laborieux:
3. laborieux:
στο λεξικό PONS
laborieux (-euse) [labɔʀjø, -jøz] ΕΠΊΘ
laborieux (-euse) [labɔʀjø, -jøz] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.