Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. accéléra|teur (accélératrice) [akseleʀatœʀ, tʀis] ΕΠΊΘ
- accélérateur (accélératrice)
-
II. accéléra|teur ΟΥΣ αρσ
accéléra|teur αρσ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
III. accéléra|teur (accélératrice) [akseleʀatœʀ, tʀis]
- accélérateur de particules
-
στο λεξικό PONS
accélérateur [akseleʀatœʀ] ΟΥΣ αρσ
-
- accélérateur αρσ
-
- accélérateur αρσ
accélérateur [akseleʀatœʀ] ΟΥΣ αρσ
- accélérateur
-
-
- accélérateur αρσ
-
- accélérateur αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.