στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
soundly [βρετ ˈsaʊndli, αμερικ ˈsaʊn(d)li] ΕΠΊΡΡ
1. soundly (deeply):
2. soundly (thoroughly):
- soundly beat, defeat
-
3. soundly (firmly):
- soundly built, based
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.