στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
II. mighty [βρετ ˈmʌɪti, αμερικ ˈmaɪdi] ΕΠΊΘ
III. mighty [βρετ ˈmʌɪti, αμερικ ˈmaɪdi] ΕΠΊΡΡ αρχαϊκ, οικ (emphatic)
στο λεξικό PONS
I. mighty <-ier, -iest> [ˈmɑɪ·t̬i] ΕΠΊΘ
II. mighty [ˈmɑɪ·t̬i] ΕΠΊΡΡ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.