στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. prepotente [prepoˈtɛnte] ΕΠΊΘ
1. prepotente (arrogante):
-
- prepotente
- domineering person, behaviour, attitude
-
- domineering ways
- prepotente, da prepotente
-
- prepotente αρσ θηλ
-
- prepotente αρσ
- bullying person, behaviour
- prepotente
-
- prepotente αρσ θηλ
- overpowering person
- prepotente
στο λεξικό PONS
I. prepotente [pre·po·ˈtɛn·te] ΕΠΊΘ
1. prepotente (persona):
- prepotente
-
2. prepotente (bisogno, impulso):
- prepotente
-
II. prepotente [pre·po·ˈtɛn·te] ΟΥΣ αρσ θηλ
- prepotente
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.