στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. meantime [βρετ ˈmiːntʌɪm, αμερικ ˈminˌtaɪm] ΕΠΊΡΡ in the meantime
meantime → meanwhile
meanwhile [βρετ ˈmiːnwʌɪl, αμερικ ˈminˌ(h)waɪl] ΕΠΊΡΡ, in the meanwhile
1. meanwhile (during this time):
2. meanwhile (until then):
3. meanwhile (since or before then):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.