στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
junior middleweight [αμερικ ˈdʒunjər ˈmɪdlˌweɪt] ΟΥΣ
I. middleweight [βρετ ˈmɪd(ə)lweɪt, αμερικ ˈmɪdlˌweɪt] ΟΥΣ
II. middleweight [βρετ ˈmɪd(ə)lweɪt, αμερικ ˈmɪdlˌweɪt] ΕΠΊΘ
middleweight champion, title:
I. junior [βρετ ˈdʒuːnɪə, αμερικ ˈdʒunjər] ΕΠΊΘ
II. junior [βρετ ˈdʒuːnɪə, αμερικ ˈdʒunjər] ΟΥΣ
1. junior (younger person):
2. junior (low-ranking worker):
-
- subalterno αρσ
3. junior βρετ ΣΧΟΛ:
4. junior αμερικ ΠΑΝΕΠ:
6. junior βρετ → junior doctor
7. junior βρετ → junior minister
στο λεξικό PONS
middleweight [ˈmɪ·dl·weɪt] ΟΥΣ ΑΘΛ
I. junior [ˈdʒu:n·jɚ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.