στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
checkered
checkered → chequered
I. chequered, checkered [βρετ ˈtʃɛkəd, αμερικ ˈtʃɛkərd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
chequered → chequer II
checker1 [βρετ ˈtʃɛkə, αμερικ ˈtʃɛkər] ΟΥΣ
1. checker (employee):
4. checker αμερικ (attendant):
checker2
checker → chequer
I. chequer, checker [βρετ ˈtʃɛkə, αμερικ ˈtʃɛkər] ΟΥΣ
II. chequer, checker [βρετ ˈtʃɛkə, αμερικ ˈtʃɛkər] ΡΉΜΑ μεταβ
1. chequer (mark in checks):
I. chequer, checker [βρετ ˈtʃɛkə, αμερικ ˈtʃɛkər] ΟΥΣ
II. chequer, checker [βρετ ˈtʃɛkə, αμερικ ˈtʃɛkər] ΡΉΜΑ μεταβ
1. chequer (mark in checks):
grammar checker [ˈɡræməˌtʃekə(r)] ΟΥΣ Η/Υ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.