στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. surplus <πλ surpluses> [βρετ ˈsəːpləs, αμερικ ˈsərpləs] ΟΥΣ
II. surplus [βρετ ˈsəːpləs, αμερικ ˈsərpləs] ΕΠΊΘ
surplus milk, bread, clothes:
I. budget [βρετ ˈbʌdʒɪt, αμερικ ˈbədʒət] ΟΥΣ
1. budget (personal, commercial):
II. budget [βρετ ˈbʌdʒɪt, αμερικ ˈbədʒət] ΕΠΊΘ (cheap)
III. budget [βρετ ˈbʌdʒɪt, αμερικ ˈbədʒət] ΡΉΜΑ μεταβ
- budget money
- preventivare (for per)
στο λεξικό PONS
I. budget [ˈbʌ·dʒɪt] ΟΥΣ
II. budget [ˈbʌ·dʒɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
- budget wages, time
-
I | budget |
---|---|
you | budget |
he/she/it | budgets |
we | budget |
you | budget |
they | budget |
I | budgeted |
---|---|
you | budgeted |
he/she/it | budgeted |
we | budgeted |
you | budgeted |
they | budgeted |
I | have | budgeted |
---|---|---|
you | have | budgeted |
he/she/it | has | budgeted |
we | have | budgeted |
you | have | budgeted |
they | have | budgeted |
I | had | budgeted |
---|---|---|
you | had | budgeted |
he/she/it | had | budgeted |
we | had | budgeted |
you | had | budgeted |
they | had | budgeted |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- budget account
- budgetary
- budget day
- budget debate
- budget deficit
- budget surplus
- budge up
- budgie
- budlet
- Buenos Aires
- buff