στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. surplus <πλ surpluses> [βρετ ˈsəːpləs, αμερικ ˈsərpləs] ΟΥΣ
II. surplus [βρετ ˈsəːpləs, αμερικ ˈsərpləs] ΕΠΊΘ
surplus milk, bread, clothes:
surplus value [αμερικ ˈsərpləs ˈvælju] ΟΥΣ
2. surplus value (in Marxism):
- surplus value
- plusvalore αρσ
trade surplus ΟΥΣ
- trade surplus
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.