Oxford Spanish Dictionary
pure <purer [ˈpjʊrər, ˈpjʊərə(r)], purest [ˈpjʊrəst, ˈpjʊərɪst]> [αμερικ pjʊr, βρετ pjʊə] ΕΠΊΘ
1.2. pure (absolute) προσδιορ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.