Oxford Spanish Dictionary
interpersonal skills ΟΥΣ ουσ πλ
skill [αμερικ skɪl, βρετ skɪl] ΟΥΣ
1. skill U (ability):
2. skill C (technique):
interpersonal [αμερικ ˌɪn(t)ərˈpərs(ə)n(ə)l, βρετ ɪntəˈpəːs(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
interpersonal ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.