Oxford Spanish Dictionary
interpersonal [αμερικ ˌɪn(t)ərˈpərs(ə)n(ə)l, βρετ ɪntəˈpəːs(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
- interpersonal
- interpersonal
interpersonal skills ΟΥΣ ουσ πλ
- interpersonal skills
-
στο λεξικό PONS
interpersonal ΕΠΊΘ
- interpersonal
- interpersonal
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.