Oxford Spanish Dictionary
I. gray, grey βρετ [αμερικ ɡreɪ, βρετ ɡreɪ] ΕΠΊΘ <grayer grayest>
1.1. gray:
1.2. gray beard:
I. slate gray, slate grey βρετ [sleɪt ˈɡreɪ] ΕΠΊΘ <προσδιορ slate-gray>
I. steel gray, steel-grey βρετ [αμερικ ˌstil ˈɡreɪ, βρετ ˌstiːl ˈɡreɪ] ΕΠΊΘ <προσδιορ steel-gray>
I. pearl gray, pearl grey βρετ [pəːl ˈɡreɪ] ΕΠΊΘ <προσδιορ pearl-gray>
I. dapple gray [αμερικ ˌdæpəl ˈɡreɪ, βρετ dapl ˈɡreɪ], dapple grey βρετ ΕΠΊΘ
- entrecano (entrecana)
- graying αμερικ
στο λεξικό PONS
gray [greɪ] ΕΠΊΘ αμερικ
gray → grey
I. grey [greɪ] ΟΥΣ χωρίς πλ
II. grey [greɪ] ΕΠΊΘ
I. gray [greɪ] ΕΠΊΘ
4. gray (grey-haired):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.