Oxford Spanish Dictionary
grave robber ΟΥΣ
grave1 ΟΥΣ
1. grave:
grave2 <graver, gravest> [αμερικ ɡreɪv, βρετ ɡreɪv] ΕΠΊΘ
1.1. grave (serious, momentous):
1.2. grave (solemn):
στο λεξικό PONS
grave2 [greɪv] ΕΠΊΘ
1. grave:
2. grave (momentous):
grave2 [greɪv] ΕΠΊΘ
1. grave (serious):
4. grave decision:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.