Oxford Spanish Dictionary
traveler, -ll- βρετ [αμερικ ˈtræv(ə)lər, βρετ ˈtrav(ə)lə] ΟΥΣ
1. traveler:
2. traveler ΕΜΠΌΡ:
I. fellow [αμερικ ˈfɛloʊ, βρετ ˈfɛləʊ] ΟΥΣ
1.1. fellow (man):
2. fellow (member):
3. fellow (companion):
II. fellow [αμερικ ˈfɛloʊ, βρετ ˈfɛləʊ] ΕΠΊΘ προσδιορ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- feller
- felling
- fellow
- fellow being
- fellow citizen
- fellow traveler
- fellow traveller
- fellow worker
- felon
- felonious
- felony