Oxford Spanish Dictionary
adversity <pl adversities> [αμερικ ədˈvərsədi, βρετ ədˈvəːsɪti] ΟΥΣ U or C
- adversity
- adversidad θηλ
- in adversity
-
στο λεξικό PONS
adversity <-ies> [ədˈvɜ:səti, αμερικ -ˈvɜ:rsət̬i] ΟΥΣ
- adversity
- adversidad θηλ
- in adversity
-
-
- adversity
-
- adversity
-
- adversity
-
- adversity
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- in adversity