στο λεξικό PONS
struc·tur·al un·em·ˈploy·ment ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
un·em·ploy·ment [ˌʌnɪmˈplɔɪmənt] ΟΥΣ no pl
1. unemployment (state):
2. unemployment (rate):
3. unemployment αμερικ (unemployment insurance):
struc·tur·al [ˈstrʌktʃərəl, αμερικ -ɚəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. structural (organizational):
2. structural (of a construction):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
structural unemployment ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- strukturelle Arbeitslosigkeit ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
unemployment ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
structural ΕΠΊΘ CTRL
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.