στο λεξικό PONS
struk·tu·rell [ʃtrʊktuˈrɛl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. strukturell τυπικ (eine bestimmte Struktur aufweisend):
- strukturelle Arbeitslosigkeit ΟΙΚΟΝ
-
2. strukturell ΓΛΩΣΣ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
strukturell ΕΠΊΘ CTRL
- strukturelle Arbeitslosigkeit ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
-
- strukturelle Arbeitslosigkeit θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- strukturelle Arbeitslosigkeit ΟΙΚΟΝ