στο λεξικό PONS
goal [gəʊl, αμερικ goʊl] ΟΥΣ
1. goal (aim):
2. goal ΑΘΛ (scoring area):
struc·tur·al [ˈstrʌktʃərəl, αμερικ -ɚəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. structural (organizational):
2. structural (of a construction):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
structural goal ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
goal ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
- Zielvorstellung θηλ
structural ΕΠΊΘ CTRL
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.