στο λεξικό PONS


I. stimu·lant [ˈstɪmjələnt] ΟΥΣ
1. stimulant (boost):
ˈstimu·lant-spiked ΕΠΊΘ αμετάβλ


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.