right-ˈhand·ed ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. left-ˈhand·ed ΕΠΊΘ
1. left-handed (of person):
2. left-handed προσδιορ (for left hand use):
3. left-handed (turning to left):
limit ΟΥΣ
Rechts·hän·der(in) <-s, -> [ˈrɛçtshɛndɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
I. rechts·hän·dig [ˈrɛçtshɛndɪç] ΕΠΊΘ
II. rechts·hän·dig [ˈrɛçtshɛndɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.