I. right·eous [ˈraɪtʃəs] τυπικ ΕΠΊΘ
1. righteous (virtuous):
- righteous person
-
2. righteous (justifiable):
- righteous anger, indignation
-
- righteous anger, indignation
-
3. righteous μειωτ ειρων (self-righteous):
- righteous
- selbstgerecht μειωτ
self-ˈright·eous ΕΠΊΘ
- self-righteous
-
- righteous indignation
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- righteous indignation