στο λεξικό PONS
ˈpent-up ΕΠΊΘ αμετάβλ
pent-up emotions:
Ag·gres·si·ons·stau <-(e)s, -s> ΟΥΣ αρσ
II. an|stau·en ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. anstauen (sich stauen):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
aufgestauter Bedarf phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
pent-up demand ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.