στο λεξικό PONS
guar·an·ty [ˈgærənti, αμερικ ˈgerənti] ΟΥΣ ΝΟΜ
1. guaranty (underwriting of debt):
2. guaranty (as security):
I. or·di·nary [ˈɔ:dənəri, αμερικ ˈɔ:rdəneri] ΕΠΊΘ
II. or·di·nary [ˈɔ:dənəri, αμερικ ˈɔ:rdəneri] ΟΥΣ
1. ordinary no pl (normal state):
2. ordinary βρετ (judge):
3. ordinary (archbishop, bishop):
4. ordinary ΘΡΗΣΚ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ordinary guaranty ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.