στο λεξικό PONS
I. month·ly [ˈmʌn(t)θli] ΕΠΊΘ αμετάβλ
III. month·ly [ˈmʌn(t)θli] ΟΥΣ
1. monthly (monthly magazine):
I. bi-ˈmonth·ly ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
monthly wage ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Monatslohn αρσ
monthly report ΟΥΣ CTRL
monthly statement ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
genuine monthly premium ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.