στο λεξικό PONS
mili·tary al·ˈli·ance ΟΥΣ
al·li·ance [əˈlaɪən(t)s] ΟΥΣ
1. alliance (group):
II. mili·tary [ˈmɪlɪtri, αμερικ -teri] ΟΥΣ modifier
military (intervention, manoeuvres, operation, presence, power, spokesman):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
alliance ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Kooperation θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.