στο λεξικό PONS
in·fringe·ment [ɪnˈfrɪnʤmənt] ΟΥΣ
1. infringement:
2. infringement no pl (violation):
pa·tent in·ˈfringe·ment ΟΥΣ ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
in·fringe·ment of ˈpa·tent ΟΥΣ ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
infringement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
administrative infringement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
infringement of customs regulations ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.