στο λεξικό PONS
Über·tre·tung <-, -en> [y:bɐˈtre:rʊŋ] ΟΥΣ θηλ
1. Übertretung (das Übertreten):
2. Übertretung (strafbare Handlung):
- Übertretung
- misdemeanour [or αμερικ -or]
-
- Übertretung θηλ <-, -en>
-
- Übertretung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Übertretung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Übertretung (einer Vorschrift)
-
-
- Übertretung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.