στο λεξικό PONS
I. ˈhigh·way ΟΥΣ
1. highway τυπικ:
2. highway Η/Υ:
II. ˈhigh·way ΟΥΣ modifier
highway (accident, billboard, user):
ad·min·is·tra·tion [ədˌmɪnɪˈstreɪʃən] ΟΥΣ
1. administration no pl (management) of company affairs:
2. administration (managers):
- the administration + ενικ/pl ρήμα
-
3. administration esp αμερικ (term in office):
4. administration (government):
5. administration no pl (dispensing):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
administration ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
administration ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
highway administration αμερικ
highway αμερικ ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.