στο λεξικό PONS
rob·bery [ˈrɒbəri, αμερικ ˈrɑ:bɚi] ΟΥΣ
1. robbery no pl (action):
2. robbery (theft):
I. ˈhigh·way ΟΥΣ
1. highway τυπικ:
2. highway Η/Υ:
II. ˈhigh·way ΟΥΣ modifier
highway (accident, billboard, user):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
highway αμερικ ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
