gray ΕΠΊΘ αμερικ
gray → grey
I. grey, αμερικ gray [greɪ] ΟΥΣ
2. grey (shade of grey):
3. grey βρετ (regiment):
4. grey (white horse):
II. grey, αμερικ gray [greɪ] ΕΠΊΘ (coloured grey)
ˈgray jay ΟΥΣ ΖΩΟΛ
-
- Meisenhäher αρσ
I. grey, αμερικ gray [greɪ] ΟΥΣ
2. grey (shade of grey):
3. grey βρετ (regiment):
4. grey (white horse):
II. grey, αμερικ gray [greɪ] ΕΠΊΘ (coloured grey)
ˈdove-grey, αμερικ ˈdove-gray ΕΠΊΘ
char·coal ˈgrey, αμερικ char·coal ˈgray ΕΠΊΘ
I. slate ˈgrey, αμερικ slate ˈgray ΟΥΣ
-
- Schiefergrau ουδ
II. slate ˈgrey, αμερικ slate ˈgray ΕΠΊΘ αμετάβλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.