στο λεξικό PONS
ˈgar·bage col·lec·tor ΟΥΣ αμερικ, καναδ (dustman)
col·lec·tor [kəˈlektəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. collector (of objects):
2. collector (of payments):
3. collector ΗΛΕΚ:
gar·bage [ˈgɑ:bɪʤ, αμερικ ˈgɑ:r-] ΟΥΣ no pl
1. garbage αμερικ, αυστραλ, καναδ (rubbish):
2. garbage μειωτ:
3. garbage αμερικ αργκ:
collector ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.