στο λεξικό PONS
en·dow·ment [ɪnˈdaʊmənt, αμερικ enˈ-] ΟΥΣ
1. endowment ΧΡΗΜΑΤΟΠ (permanent income):
- endowments pl
-
2. endowment:
3. endowment ΒΙΟΛ:
en·dow·ment as·ˈsur·ance, αμερικ en·dow·ment in·ˈsur·ance ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
en·ˈdow·ment mort·gage ΟΥΣ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
en·ˈdow·ment poli·cy ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
en·ˈdow·ment funds ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
endowment funds ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
factor endowment ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
factor endowment ΟΥΣ CTRL
endowment mortgage ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.