στο λεξικό PONS
de·ter·min·is·tic [dɪˈtɜ:mɪnɪstɪk, αμερικ dɪˈtɜ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
deterministic → determinist
I. de·ter·min·ist [dɪˈtɜ:mɪnɪst, αμερικ dɪˈtɜ:r] ΦΙΛΟΣ ΟΥΣ
II. de·ter·min·ist [dɪˈtɜ:mɪnɪst, αμερικ dɪˈtɜ:r] ΦΙΛΟΣ ΕΠΊΘ αμετάβλ
-
- deterministisch ειδικ ορολ
I. fore·cast [ˈfɔ:kɑ:st, αμερικ ˈfɔ:rkæst] ΟΥΣ
II. fore·cast <-cast [or -casted], -cast [or -casted]> [ˈfɔ:kɑ:st, αμερικ ˈfɔ:rkæst] ΡΉΜΑ μεταβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
deterministic forecast ΟΥΣ CTRL
forecast ΡΉΜΑ μεταβ CTRL
forecast ΕΠΊΘ CTRL
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
forecast ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
| I | forecast |
|---|---|
| you | forecast |
| he/she/it | forecasts |
| we | forecast |
| you | forecast |
| they | forecast |
| I | forecast |
|---|---|
| you | forecast |
| he/she/it | forecast |
| we | forecast |
| you | forecast |
| they | forecast |
| I | have | forecasted |
|---|---|---|
| you | have | forecasted |
| he/she/it | has | forecasted |
| we | have | forecasted |
| you | have | forecasted |
| they | have | forecasted |
| I | had | forecasted |
|---|---|---|
| you | had | forecasted |
| he/she/it | had | forecasted |
| we | had | forecasted |
| you | had | forecasted |
| they | had | forecasted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.