στο λεξικό PONS
de·ter·min·is·tic [dɪˈtɜ:mɪnɪstɪk, αμερικ dɪˈtɜ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
deterministic → determinist
I. de·ter·min·ist [dɪˈtɜ:mɪnɪst, αμερικ dɪˈtɜ:r] ΦΙΛΟΣ ΟΥΣ
II. de·ter·min·ist [dɪˈtɜ:mɪnɪst, αμερικ dɪˈtɜ:r] ΦΙΛΟΣ ΕΠΊΘ αμετάβλ
-
- deterministisch ειδικ ορολ
-
- deterministic ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
deterministic forecast ΟΥΣ CTRL
- deterministic forecast
-
-
- deterministic forecast
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.