στο λεξικό PONS
de·ter·mi·nis·tisch ΕΠΊΘ ΦΙΛΟΣ
-
- deterministic ειδικ ορολ
-
- deterministisch ειδικ ορολ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Detektivin
- detektivisch
- Detektivroman
- Detektor
- Detergens
- deterministisches
- Detonation
- detonieren
- Detritus
- Detritusfresser
- Deubel